- γαϊτανώνω
- διακοσμώ φόρεμα ή ύφασμα με γαϊτάνι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γαϊτανώνω — [γαϊτάνι] διακοσμώ με γαϊτάνι την άκρη υφάσματος ή ενδύματος … Dictionary of Greek
αγαϊτάνωτος — και ιστος, η, ο [γαϊτανώνω] (για ρούχα) αυτός που δεν στολίστηκε στις άκρες του με γαϊτάνι, που δεν έχει ραμμένο ολόγυρα γαϊτάνι … Dictionary of Greek
γαϊτανωτός — ή, ό [γαϊτανώνω] 1. στολισμένος με γαϊτάνι 2. πλεγμένος σαν γαϊτάνι … Dictionary of Greek